Χαβανέζος

Χαβανέζος
ο, θηλ. Χαβανέζα, Ν
1. ο κάτοικος τής Χαβάης ή αυτός που κατάγεται από τη Χαβάη, Αβανέζος
2. στον πληθ. οι Χαβανέζοι
εθνολ. ο ιθαγενής πληθυσμός τής Χαβάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαβάη + κατάλ. -έζος (πρβλ. Κιν-έζος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αβανέζος — και Αβανός, ο ο Χαβανέζος* …   Dictionary of Greek

  • χαβανέζικος — η, ο, Ν [χαβανέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαβάη και στους Χαβανέζους ή προέρχεται από τη Χαβάη («χαβανέζικα τραγούδια») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαβανέζικα η γλώσσα τών Χαβανέζων. επίρρ... χαβανέζικα Ν με χαβανέζικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”